ογδόδιον

ογδόδιον
ὀγδόδιον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θυσία παρὰ Ἀθηναίοις τελουμένη Θησεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ὀγδοαῖον (βλ. λ. ὀγδοαῖος). Κατ' άλλους, πρόκειται για συνθ. (βλ. αυτόδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”